παρεγγράπτων

παρεγγράπτων
παρέγγραπτος
illegally registered
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρέγγραπτος — ον, ΜΑ [παρεγγράφω] 1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν. β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.) 2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”